Άντρας ή γυναίκα, έφηβος ή συνταξιούχος, ελεύθερος ή παντρεμένος,
ή όποιες άλλες ιδιότητες και ρόλους αν έχουμε, το ντύσιμο είναι ένας κανόνας απ’ τον οποίο κανείς δε γλιτώνει, ακόμη κι αν το θέλει. Μάλλον βέβαια, κανείς δεν το θέλει. Όσο βασανιστικό κι αν είναι ενίοτε (και για κάποιους, κάποιες περισσότερο, το καθημερινό ντύσιμο είναι συχνά ένα «μαρτύριο») όλοι θέλουν να ντύνονται. Όχι μόνο για να μην κρυώνουν, να σκεπάσουν τη γύμνια τους, να προστατεύσουν το σώμα τους. Εξίσου σημαντικό είναι το ντύσιμο σαν προετοιμασία για να «βγούμε στη σκηνή» της ζωής. Και όμοια με το θέατρο αλλάζουμε κοστούμια ανάλογα με το έργο, τη σκηνή, το ρόλο, τα συναισθήματα. Είτε ντυνόμαστε με την τελευταία λέξη της μόδας είτε φοράμε και ξαναφοράμε τα ρούχα που πιστεύουμε ότι μας ταιριάζουν, είτε είναι ακριβά, φτηνά, φανταχτερά, σεμνά, μαύρα ή πολύχρωμα τα ρούχα είναι μια απεικόνιση του εσωτερικού μας κόσμου που δείχνουμε σε όλους.Μπορούμε άλλωστε να το διαπιστώσουμε και στον εαυτό μας. Όταν περπατάμε στο δρόμο, όταν βρεθούμε σε μια αίθουσα με κόσμο, όταν είμαστε καλεσμένοι μαζί με ανθρώπους που γνωρίζουμε λίγο ή καθόλου σ΄ ένα φιλικό σπίτι, τι είναι αυτό που μας κάνει να διαμορφώσουμε μια πρώτη εντύπωση για τους γύρω μας;
Μία εικόνα που, σαν να ρίχνουμε μια ματιά σε φωτογραφία, σαν ένα «σκανάρισμα», καταρχήν μας δίνει τις πρώτες πληροφορίες για τον άνθρωπο που έχουμε απέναντι μας. Η εικόνα αυτή περιλαμβάνει το πρόσωπο, τα μαλλιά, τη στάση του σώματος και ασφαλώς τα ρούχα, και μπορεί να επηρεάσει αρκετά τα συναισθήματα συμπάθειας ή αντιπάθειας που αναπτύσσουμε για τον άνθρωπο αυτό. Μ’ αυτό το πρώτο «σκανάρισμα» αναγνωρίζουμε σχήματα και αποκωδικοποιούμε τα μηνύματα του άλλου. Και μπορεί βέβαια, αν είμαστε «θύματα της εικόνας» να μας κάνει να απορρίψουμε έναν άνθρωπο και να χάσουμε κάθε ενδιαφέρον να τον γνωρίσουμε καλύτερα. Ίσως μάλιστα είμαστε τέτοια (θύματα) περισσότερο από όσο θέλουμε να παραδεχτούμε
Το ίδιο δύσκολο είναι για πολλούς ανθρώπους να παραδεχτούν ότι δίνουν σημασία στα ρούχα που φοράνε. Κι όμως σε κανέναν δεν είναι αδιάφορο το τι φοράει, εκτός αν πάσχει από κάποια ψυχική διαταραχή, οπότε αλλοιώνεται η εικόνα του εαυτού.
Το ντύσιμο είναι μία μορφή επικοινωνίας. Βρίσκεται ακριβώς στο σύνορο (και είναι ένα σύνορο) μεταξύ του εσωτερικού μας και του εξωτερικού, του κοινωνικού κόσμου. Ανήκει σ’ εμάς, είναι κομμάτι μας, αφού το επιλέγουμε και το φέρουμε πάνω μας και ταυτόχρονα είναι κάτι που βρίσκεται ήδη έξω από μας, οπότε μπορούμε να πούμε ότι μ’ αυτά που φοράμε έχουμε μια πολύ προσωπική συνομιλία με τον κόσμο, έτσι όπως τον αντιλαμβανόμαστε. Είναι αξιοθαύμαστο το πώς το ντύσιμο μπορεί να είναι ταυτόχρονα ένα παραβάν που μας κρύβει και μία οθόνη που μας προβάλλει!
Η Αννέτα είναι μία πολύ έξυπνη και πνευματώδης, επιτυχημένη επιστήμων. Είναι 38 ετών, είχε έναν αποτυχημένο γάμο στα 27 της που κράτησε ενάμιση χρόνο κι από τότε ζει μόνη. Τα ρούχα της συχνά φέρνουν σε αμηχανία τους γύρω της. Φυσικά δεν περιμένει κανείς να ντύνεται σαν μοντέλο, ιδιαίτερα όταν έρχεται στη δουλειά στο εργαστήριο, όμως το ίδιο αφρόντιστο και αλλοπρόσαλλο είναι το ντύσιμο της και σε επαγγελματικά ή φιλικά γεύματα ή εκδηλώσεις της εταιρίας. Χαρακτηριστικά: πράσινη φαρδιά μακριά φούστα, πολύχρωμο φαρδύ πουκάμισο, γιλέκο από απομίμηση δέρματος, κάπως παλιωμένα μοκασσίνια και μαζί μ’ αυτά μία έκφραση που είναι σαν να λέει «δεν αισθάνομαι καθόλου άνετα». Σε εκμυστηρεύσεις σε μία φίλη παραδέχεται ότι δεν αισθάνεται καθόλου γυναίκα, ότι μόνο με την άσπρη ουδέτερη ποδιά του εργαστηρίου που είναι ίδια για άντρες και γυναίκες νιώθει άνετα. Νιώθει ότι δεν ξέρει σαν γυναίκα ποια και πώς θέλει να είναι και γι’ αυτό προτιμά να κρύβεται πίσω από ρούχα ουδέτερα, που δεν αρέσουν ούτε στην ίδια. Δεν της είναι αδιάφορο το τι εντύπωση δίνει στους άλλους αλλά έχει παραιτηθεί. Αυτό ακριβώς το μήνυμα που δίνουν και τα ρούχα της.
Φυσικά δεν δίνουν όλοι την ίδια σημασία στα ρούχα και στην εμφάνιση. Για κάποιους είναι «αναγκαίο κακό» και, εκτός από κάποιες ιδιαίτερες περιστάσεις, διαλέγουν ρούχα πρακτικά και ευκολοφόρετα που να μην χρειάζεται να ασχοληθούν πολύ ώρα με το καθημερινό τους ντύσιμο. Για άλλους το ντύσιμο είναι μία τελετουργία που περιλαμβάνει, την αγορά, τους κατάλληλους συνδυασμούς ρούχων, παπουτσιών και αξεσουάρ, την καθημερινή φροντίδα ως την παραμικρή λεπτομέρεια. Η τέλεια εμφάνιση και η τεράστια σημασία που δίνουν κάποιοι άνθρωποι στο ντύσιμο τους –και προκαλούν το θαυμασμό- δεν είναι οπωσδήποτε ένδειξη αυτοπεποίθησης και σιγουριάς. Συχνά είναι η προσπάθεια να καλυφθεί μία έντονη ναρκισσιστική ανισορροπία. Κάποιος που είναι σίγουρος για τον εαυτό του δεν έχει ανάγκη από την συνεχή επιβεβαίωση ότι είναι καλοντυμένος, ωραίος, άψογος. Ας μην ξεχνάμε ότι πολλά από τα μοντέλα που θαυμάζουμε –και συχνά ζηλεύουμε- για την τέλεια εμφάνιση και το υπέροχο ντύσιμο τους, πάσχουν από νευρική ανορεξία (και όχι μόνο) που είναι η κατεξοχήν πάθηση της αρνητικής αυτοεικόνας.
Επειδή ακριβώς έχουμε μάθει από μικροί να «χρησιμοποιούμε» τα ρούχα σαν σύνορο του αυστηρά προσωπικού μας χώρου αλλά ταυτόχρονα και σαν σημείο συνάντησης του με τον εξωτερικό κόσμο, γι’ αυτό είναι δύσκολο να μην κουβαλούν καμία απολύτως σημασία για μας. Κι επειδή η μητέρα μας ήταν η πρώτη προσωπική μας «ενδυματολόγος» (για πολλές γυναίκες και η παντοτινή) με κάποιο τρόπο το ντύσιμο μας κουβαλάει κάπου τη στάμπα της, έστω και πολύ καλά κρυμμένη. Η μητέρα είναι αυτή που με τον τρόπο που φροντίζει το σώμα μας, που μας ντύνει και που με τα όνειρα, τις προσδοκίες και τους δικούς της κανόνες («μία γυναίκα πρέπει να είναι πάντα περιποιημένη», «να φοράς ρούχα απλά, να μην προκαλείς», «τα αγόρια δε φοράνε χτυπητά χρώματα», «τι παριστάνεις με τα μαύρα, δε σου πάνε καθόλου», «τα τακούνια είναι για άλλο τύπο γυναίκας, πιο αεράτο») καθορίζει σε πολύ μεγάλο βαθμό τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε το σώμα μας και το ντύνουμε.
Η Αμαλία, είναι 45 κι εξακολουθεί να ντύνεται λίγο πανκ, όπως έκανε σαν νεαρό κορίτσι, για να αντιδράσει στην συντηρητική και καταπιεστική μητέρα της. Τα ρούχα της εξακολουθούν να λένε –έστω λιγότερο δυνατά: «δεν θα μου πεις εσύ πώς θα ντυθώ! Δεν θα μοιάσω σ’ εσένα!».
Στην εφηβεία ξεκινούν όλα. Τα ρούχα είναι τόσο σημαντικά γιατί επιτρέπουν στον έφηβο να ελέγχει την εμφάνιση του μ’ αυτό το σώμα που ξαφνικά και πολλές φορές με επώδυνο τρόπο, μεταβάλλεται. Το ντύσιμο είναι απ’ τη μια προβολή της προσωπικής ταυτότητας απέναντι στους γονείς («δεν είμαι σαν εσάς») κι απ΄ την άλλη κρύψιμο του ακόμη αβέβαιου και ανασφαλούς εαυτού πίσω από τις «σωστές» μάρκες, τα ρούχα-στολή, που φορούν με σχεδόν πανομοιότυπο τρόπο διάφορες ομάδες εφήβων και αισθάνονται έτσι ότι «ανήκουν».
Στην ενήλικη ζωή, περίπου γύρω στην ηλικία των 30 αποκτούμε σιγά-σιγά τον πιο δικό μας τρόπο ντυσίματος. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν αλλάζει πια. Το ντύσιμο ακολουθεί τα συναισθήματα μας και την προσωπική μας πορεία. Μεγάλες αλλαγές στη ζωή μας, ο τρόπος που βλέπουμε τον εαυτό μας, καθρεφτίζονται στον τρόπο που ντυνόμαστε. Όταν νιώθουμε πιο σίγουροι, πιο συμφιλιωμένοι με τον εαυτό μας, αλλάζουν και κάποια πράγματα στο ντύσιμο μας. Για άλλους μπορεί να είναι αυτό περισσότερη φροντίδα, για άλλους περισσότερη χαλαρότητα, για άλλους πιο «ανοιχτό», «εξωστρεφές» ντύσιμο ή πιο φωτεινά χρώματα.
Μερικές φορές βέβαια μπορούμε να αντιστρέψουμε τα πράγματα και να χρησιμοποιήσουμε το ντύσιμο σαν ελιξίριο της ψυχής. Μετά από μία δύσκολη και κουραστική μέρα, σε μία περίοδο που νιώθουμε ότι τα πράγματα δεν μας πάνε καλά, καταφεύγουμε στα ρούχα και προσπαθούμε, φροντίζοντας την εμφάνιση μας να φροντίσουμε και τον εαυτό μας, να νιώσουμε καλύτερα, να αλλάξουμε διάθεση. Αυτό, πολύ συχνά έχει αποτέλεσμα, έστω και μόνο σαν μια πράξη φροντίδας προς τον εαυτό μας που καταλήγει σ’ ένα βλέμμα ικανοποίησης προς το είδωλο μας στον καθρέφτη. Αν και συνήθως δεν κρατάει πολύ είναι πάντως πολύ ανακουφιστικό και είναι σημαντικό να μπορούμε να το κάνουμε.
Τα ρούχα λοιπόν αποκαλύπτουν πράγματα για τους ανθρώπους που τα φορούν. Όχι όμως τόσα, όσα μπορούν οι ίδιοι να μας πουν. Μπορεί να μείνουμε κατάπληκτοι για το πόσο έξω μπορεί να πέσαμε στη γνώμη που σχηματίσαμε για έναν άνθρωπο μόνο απ’ την εμφάνιση του. Οι κώδικες μας δεν συμπίπτουν πάντα. Γι’ αυτό αν θέλουμε να πραγματικά να μάθουμε τι λένε για κάποιον τα ρούχα του, δεν έχουμε παρά να τον ρωτήσουμε.
Συνήθως προσπαθούμε με το ντύσιμο μας να παρουσιαστούμε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο στους γύρω μας, κατά κάποιο τρόπο να παρουσιάσουμε έναν ιδανικό εαυτό. Γι’ αυτό και συχνά διαλέγουμε ρούχα που δεν ταιριάζουν οπωσδήποτε με τον τύπο ή το σώμα μας αλλά με αυτό που θα θέλαμε να είμαστε. Τότε είναι που το ντύσιμο μας «δεν μας πάει». Αυτό που ονομάζεται στον κόσμο της μόδας «στιλ» δεν είναι τίποτε άλλο από την αρμονία που αποπνέει η εμφάνιση ενός ανθρώπου όταν νιώθει άνετα και καλά μέσα στα ρούχα του, ότι τον αντιπροσωπεύουν, ό,τι είδους κι αν είναι αυτά: κλασσικά, μοντέρνα, εκκεντρικά, φροντισμένα ή ατημέλητα, καινούργια ή παλιά. Γι’ αυτό και σε πολλούς -νέους συνήθως- ανθρώπους που προσπαθούν να ντυθούν σύμφωνα με τη μόδα χωρίς να τους συνδέει κάτι με το είδος των ρούχων που φορούν, το αποτέλεσμα είναι πολλές φορές σαν «κακοφωνία».
Από την ψυχολόγο Λουίζα Βογιατζή mypsychologist.gr